λεπτόμητις

λεπτόμητις
λεπτόμητις, -εως ή -ιος, ἡ (Α)
1. ως επίθ. οξύνους, σώφρων, φρόνιμη
2. (κατά τον Ησύχ.) «λεπτόμητις
ἡ δασεῑα ψυχή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα» (πρβλ. δολό-μητις, θεό-μητις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”